κρουνίτης

κρουνίτης
κρουν-ίτης [ῑ], ου, , fem. [suff] κρουν-ῖτις, ιδος,
A of springs,

Νύμφαι Orph.H.51.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρουνίτης — κρουνίτης, θηλ. ῑτις, ίτιδος (Α) [κρουνός] κρουναίος* …   Dictionary of Greek

  • κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”